αἱματᾷ

αἱματᾷ
αἱματάω
to be bloodthirsty
pres subj mp 2nd sg
αἱματάω
to be bloodthirsty
pres ind mp 2nd sg (epic)
αἱματάω
to be bloodthirsty
pres subj act 3rd sg
αἱματάω
to be bloodthirsty
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αἵματα — αἵ̱ματα , αἷμα blood neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • кровавые слезы — (иноск.) горькие, горючие, жгучие Ср. Слезы вода да иная вода дороже крови . Ср. Не слезами я плачу, а кровью... Островский. Грех да беда на кого не живет. 4, 1, 2. Ср. Blutige Tränen weinen. Ср. αίματα κλαίειν, плакать кровью, проливать кровавые …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Кровавые слезы — Кровавыя слезы (иноск.) горькія, горючія, жгучія. Ср. «Слезы вода да иная вода дороже крови». Ср. Не слезами я плачу, а кровью... Островскій. Грѣхъ да бѣда на кого не живетъ. 4, 1, 2. Ср. Blutige Thränen weinen. Ср. αἴματα κλαίειν, плакать кровью …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Гематидроз — (Гематогидроз греч. αίματα,αίμα   кровь, ιδρώς  пот; син.: гемидроз, кровавый пот, или «библейский» кровавый пот, симптом трофического поражения стенки сосудов)  патологическое состояние, характеризующееся просачиванием пота,… …   Википедия

  • άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… …   Dictionary of Greek

  • αίμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά των Θηβών Κρέοντα, που βασίλευσε μετά τον Οιδίποδα. Ήταν ο τελευταίος Θηβαίος που κατασπαράχθηκε από τη Σφίγγα, γιατί δεν μπόρεσε να λύσει το αίνιγμά της. Ο Σοφοκλής, στην τραγωδία του Αντιγόνη, αναφέρει ότι ο …   Dictionary of Greek

  • αιμάσσω — (Α αἱμάσσω) νεοελλ. 1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ 2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρω αρχ. 1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα 2. τραυματίζω, πληγώνω 3. έχω το χρώμα τού αίματος 4. προκαλώ αιματηρό τέλος 5. (ως ιατρ. όρος) κάνω… …   Dictionary of Greek

  • αιματοκυλισμένος — η, ο και αιματοκύλιστος και ματο [αιματοκυλίζω] 1. κυλισμένος, βουτηγμένος στα αίματα, αιμόφυρτος 2. σκοτωμένος, δολοφονημένος 3. αυτός που βούτηξε τα χέρια του στο αίμα, που πήρε μέρος σε φόνο ή σε φονική συμπλοκή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”